Ο Βραζιλιάνος Βάντερλεϊ Κορντέιρο ντε Λίμα επιστρέφει στο μαραθώνιο της Αθήνας 19 χρόνια μετά τον αξέχαστο μαραθώνιο του 2004 και ένα χάλκινο μετάλλιο που έμελλε να μείνει στην Ολυμπιακή ιστορία. Στα 54 του πλέον, θα τρέξει ξανά στο πλαίσιο του Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας τη διαδρομή που του άλλαξε τη ζωή.
«Η επιστροφή στο μαραθώνιο της Αθήνας θα είναι μία ιδιαίτερη πρόκληση, Πάντα είχα τη μεγάλη επιθυμία και συμμετάσχω ξανά σε αυτό τον αγώνα, ο οποίος ήταν μέρος της ζωής και της ιστορίας μου. Μίλησα για επιθυμία μου στο χορηγό μου, την Olympikus, μου πρότειναν να το κάνουμε και συμφώνησα αμέσως. Αυτή τη φορά θα είναι όλα πολύ διαφορετικά, αλλά και μόνο η χαρά για την επιστροφή μου μου δίνει μεγάλες προσδοκίες», δήλωσε ο Βραζιλιάνος στην ιστοσελίδα του ΣΕΓΑΣ.
Τι συνέβη στις 29 Αυγούστου του 2004;
Μία από τις ιστορίες που παραμένουν ζωντανές στη μνήμη ως παραδείγματα Ολυμπιακού ιδεώδους αλλά και μία από τις ιστορίες που χαρακτήρισαν του Αγώνες του 2004, ήταν αυτή του Βραζιλιάνου. Ενώ προπορευόταν στον Ολυμπιακό μαραθώνιο, ένας άνδρας έπεσε πάνω του στο 36ο χιλιόμετρο στο ύψος του Χολαργού και τον έσπρωξε μέχρι το πεζοδρόμιο. Με την άμεση επέμβαση ενός φιλάθλου από το κοινό, συνέχισε τον αγώνα του όμως έχασε 20 πολύτιμα δευτερόλεπτα από το προβάδισμα που είχε δημιουργήσει και έπρεπε να συνέλθει γρήγορα πνευματικά και σωματικά.
Ο Ιταλός Στέφανο Μπαλντίνι και ο Αμερικανός Μεμπ Κεφλεζίγκι μπορεί τελικά να τον ξεπέρασαν στο 38ο χιλιόμετρο, κάτι που δεν κατάφερε κανένας άλλος. Γνωρίζοντας ότι θα κατακτούσε το χάλκινο Ολυμπιακό μετάλλιο, μπήκε στο Παναθηναϊκό στάδιο με ένα μεγάλο χαμόγελο, έκανε το χαρακτηριστικό του πανηγυρισμό του αεροπλάνου και έστελνε μηνύματα αγάπης προς το κοινό που τον αποθέωνε σαν νικητή. Καθόλου πικρία, μόνο χαρά.
Ο τρόπος που διαχειρίστηκε την επίθεση στον αγώνα της ζωής του του χάρισε πέρα από το χάλκινο μετάλλιο και το βραβείο Πιερ ντε Κουμπερτέν, ένα ειδικό βραβείο της ΔΟΕ που δίνεται σε αθλητές που με τη στάση τους αποτελούν παραδείγματα του «ευ αγωνίζεσθαι».
Εκείνο το μικρό παιδί από την περιφέρεια Παρανά είχε μεγαλώσει και είχε εκπληρώσει το παιδικό όνειρο να ανέβει στο Ολυμπιακό βάθρο, οπότε τίποτα και κανένας δεν μπορούσε να πάρει το χαμόγελο από το πρόσωπό του.
Τα πρώτα χρόνια και η φυσική πορεία προς το μαραθώνιο
Ο Λίμα, το μικρότερο παιδί μίας εννεαμελούς αγροτικής οικογένειας, μεγάλωσε στην μικρή πόλη Ταπίρα στη Νότα Βραζιλία. Από μικρή ηλικία του άρεσε ο αθλητισμός, ενώ στην πορεία, στο σχολείο, φάνηκε ότι έχει ταλέντο στο τρέξιμο. Μετακόμισε στην πόλη Μαρινγκά για να κυνηγήσει το όνειρό του ενώ παράλληλα δούλευε ως επιπλοποιός και άρχισε να ταξιδεύει για αγώνες ως μέλος της Εθνικής ομάδας της Βραζιλίας. Το 1992 έφυγε από τη ζωή ο προπονητής του και τον ανέλαβε ο τότε βοηθός του, ο Πορτογάλος Ρικάρντο ντ’ Άντζελο.
Τα επόμενα χρόνια είχε επιτυχίες στον ανώμαλο δρόμο και συμμετείχε σε παγκόσμια πρωταθλήματα, προτού στραφεί στο μαραθώνιο… κατά τύχη. Συμμετείχε ως λαγός στο μαραθώνιο της Ρεμς στη Γαλλία το φθινόπωρο του 1994 και ήταν να σταματήσει στα 21χλμ. Ο Λίμα όμως ένιωθε καλά και αποφάσισε να συνεχίσει με αποτέλεσμα να τερματίσει πρώτος σε 2:11:06. Δύο χρόνια μετά, το 1996, αναδείχθηκε νικητής στο διεθνή μαραθώνιο του Τόκιο με ρεκόρ Νότιας Αμερικής, 2:08:38.
Έχοντας βρει την κλίση του, συμμετείχε για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς στην Ατλάντα των ΗΠΑ (2:21:01 – 47ος), ενώ ένα χρόνο μετά είχε την πρώτη του επαφή με την αυθεντική μαραθώνια διαδρομή στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Αθήνας όπου τερμάτισε 23ος σε 2:21:48.
Η δεύτερη Ολυμπιακή απογοήτευση και η επιμονή στο στόχο
Μετά το βάπτισμα του πυρός στην Ατλάντα η στόχευσή του δεν ήταν άλλη από τη διάκριση στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ. Τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν αρκετά καλά στους αγώνες που μεσολάβησαν. Κατέκτησε το αργυρό στο μαραθώνιο του Τόκιο με 2:08:31 και μία 5η θέση στη Νέα Υόρκη με 2:10:42 το 1998, το χρυσό στους παναμερικανικούς αγώνες του Καναδά και ένα χάλκινο στη Φουκουόκα με 2:08:40 το 1999. Λίγους μήνες πριν τους Ολυμπιακούς, τον Απρίλιο του 2000, έδειξε να είναι σε φόρμα με άλλη μία καλή εμφάνιση σε 2:08:34 στο Ρότερνταμ.
Ένας τραυματισμός στην προετοιμασία του στο Μεξικό όμως κατέστρεψε το όνειρο, καθώς έτρεξε στο Σίδνεϊ με πρησμένο πόδι και κατάφερε απλά να τερματίσει στην 75η θέση σε 2:37:08.
Ο Λίμα δεν τα παράτησε. Μαζί με τον ντ’ Άντζελο στρώθηκαν ξανά στη δουλειά για το Ολυμπιακό όνειρο, πλέον με το βλέμμα στην Αθήνα το 2004. Στα 31 του πλέον και με αγωνιστική εμπειρία, έβλεπε τον 35άρη εαυτό του πάνω στο Ολυμπιακό βάθρο.
Η σταθερότητά του στους αγώνες στόχους την τριετία 2001-2003 ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική: 2:10:02 στην Οίτα της Ιαπωνίας το 2001, 2:11:19 στο Σάο Πάολο και 2:11:26 στο Μιλάνο το 2002, 2:12:16 στο Αμβούργο και 2:10:38 στη Φουκουόκα το 2003 και 2:09:39 στο Αμβούργο τον Απρίλιο του 2004.
Παράλληλα, το 2003 υπερασπίστηκε σε πολύ δύσκολη κούρσα στον Άγιο Δομίνικο και τον τίτλο του στους παναμερικανικούς αγώνες, ο οποίος όμως συνέβαλε στην εξασφάλιση της Ολυμπιακής πρόκρισης για την Αθήνα. Τον Αύγουστο του 2004 προσγειώθηκε στο νεόδμητο «Ελευθέριος Βενιζέλος», χωρίς να γνωρίζει ακόμα πως όταν το έβλεπε ξανά στην επιστροφή, μετά την κούρσα της 29ης Αυγούστου, η ζωή του θα είχε αλλάξει με κάθε τρόπο.
Ο αγώνας της ζωής του
Ο προπονητής του ενώ βρισκόταν στην Αθήνα δεν είχε πρόσβαση στον ντε Λίμα πριν από τον αγώνα καθώς δεν ήταν ανάμεσα στους διαπιστευμένους προπονητές της Βραζιλίας. Μπόρεσε όμως να του δώσει ένα γράμμα μέσω ενός άλλου προπονητή για να το διαβάσει, στο οποίο, μεταξύ άλλων, έγραφε: «Θυμήσου την ανηφόρα στο 30ο χιλιόμετρο. Αν νιώθεις καλά, πάρε ρίσκο, γιατί αν δεν πάρεις ρίσκο δε θα νικήσεις ποτέ. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, οπότε ας παλέψουμε για το στόχο που ονειρευόμαστε τόσα χρόνια. Ό,τι και αν γίνει στο τέλος, να θυμάσαι ότι πάντα θα έχεις τη εμπιστοσύνη και τη φιλία μου και ότι σε θαυμάζω ως έναν υπέροχο άνθρωπο. Καλή επιτυχία, έλα να πιούμε μία μπίρα μετά τον αγώνα».
Αυτό ακριβώς έκανε. Ακολούθησε το μότο του, «τρέξε με τα πόδια σου, υποστήριξε με την καρδιά σου, νίκα με το μυαλό σου» και στο 20ο χιλιόμετρο που είχε το ένστικτο ότι έπρεπε να ξεκολλήσει από το κύριο γκρουπ, το έκανε. Στο 30ο χιλιόμετρο είχε χτίσει μία διαφορά 50 δευτερολέπτων και κατηφόριζε τη Μεσογείων με το χρυσό στο μυαλό του.
Δυστυχώς όμως μετά τον σταθμό τροφοδοσίας του 35ου χιλιομέτρου, ένας Ιρλανδός καθαιρεμένος ιεροκήρυκας, ο Κορνέλιους Χόραν, του έκανε επίθεση. Ο Χόραν ήταν γνωστός από πριν για τις παρεμβάσεις του σε αθλητικές διοργανώσεις. Δεν ήταν τόσο τα δευτερόλεπτα που έχασε ο Λίμα μέχρι να απεμπλακεί, αλλά περισσότερο το σοκ της επίθεσης αυτό που επηρέασε την έκβαση των επόμενων χιλιομέτρων. Αφού τον είχαν περάσει όμως οι Μπαλντίνι και Κεφλεζίγκι και αφού είχε βρει ξανά το ρυθμό του γύρισε πίσω και είδε ότι έχει ικανή διαφορά από τον τέταρτο. Ο τερματισμός πλησίαζε και ήρθε η ανακούφιση. Ήξερε ότι ήταν χάλκινος Ολυμπιονίκης, άφησε οριστικά πίσω του κάθε πικρία και κάθε σενάριο για το τι θα γινόταν αν δεν είχε δεχτεί επίθεση. Μπήκε στο Παναθηναϊκό στάδιο και απόλαυσε κάθε στιγμή του θριάμβου του.
Ο απόηχος και μία σχέση που σφραγίστηκε στο χρόνο
Η ιστορία του ντε Λίμα αναπαράχθηκε σε όλο τον κόσμο και ο ίδιος αντιμετωπίστηκε ως ήρωας στη Βραζιλία. Ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του τα εξής: «Μερικές φορές με αντιμετωπίζουν σαν είδωλο, σαν ήρωα. Εγώ πάντα ένιωθα ένας κανονικός άνθρωπος. Το περιστατικό στο μαραθώνιο της Αθήνας ήταν απλά μία ακόμα εμπειρία μέσα στη ζωή μου και μέσα σε αυτή ποτέ μου δεν παράτησα τους στόχους και τα όνειρά μου».
Πέρα από το βραβείο «Πιερ ντε Κουμπερτέν» της ΔΟΕ, ο Λίμα τιμήθηκε με την τελευταία θέση της λαμπαδηδρομίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Με εκατομμύρια ανθρώπους να τον παρακολουθούν, άναψε τον Ολυμπιακό βωμό στην τελετή έναρξης και αποθεώθηκε. Ο ίδιος παραμένει ένας ταπεινός άνθρωπος που ζει στη φάρμα του με την οικογένειά του, φρόντισε όμως να δώσει πίσω και στο χώρο που αγάπησε με τη δημιουργία ενός σωματείου στίβου που φέρει το όνομα του, σε συνεργασία πάντα με τον αγαπημένο του προπονητή.
Λίγο καιρό μετά τον Ολυμπιακό μαραθώνιο του 2004, με πρωτοβουλία του ΜΜΕ Folha de São Paulo της Βραζιλίας αναγνωρίστηκε από τις φωτογραφίες της επίθεσης ο άνδρας από το κοινό που τον βοήθησε να συνεχίσει τον αγώνα του.
Το όνομά του ήταν Πολύβιος Κόσσυβας, ένας πρώην αθλητής και διαιτητής στο μπάσκετ, που την κρίσιμη στιγμή έκανε αυτό που θεώρησε σωστό και έβαλε το δικό του πολύτιμο λιθαράκι για να παραμείνει ζωντανό ένα όνειρο. Η Ολυμπιακή Επιτροπή της Βραζιλίας λίγους μήνες μετά τον κάλεσε και τον βράβευσε μαζί με το Λίμα, ενώ οι δύο άνδρες παρέμειναν σε επαφή τα επόμενα χρόνια μέχρι και το θάνατό του Κόσσυβα τον Ιανουάριο του 2023. Ο Λίμα επισκέφθηκε την Αθήνα τον Απρίλιο του 2023 και συναντήθηκε με την κόρη του «φύλακα αγγέλου» του, Σμαράγδα, η οποία του αποκάλυψε ότι με δική του επιθυμία ο πατέρας της θάφτηκε τόσο με την ελληνική όσο και τη βραζιλιάνικη σημαία.
Όσοι σταθούν στο 36ο χιλιόμετρο του 40ου μαραθωνίου της Αθήνας θα έχουν την ευκαιρία να δουν την ιστορία να γράφεται ξανά, όμως με άλλους όρους και με μία μεγάλη απουσία αυτή τη φορά. Θα είναι μάρτυρες όμως της χαράς και της συγκίνησης που μπορεί να δώσει μία ιστορία σαν αυτή, μία από τις ομορφότερες του Ολυμπισμού, που μας θυμίζουν τις πραγματικές αξίες που πρεσβεύει ο αθλητισμός.