Από τότε που πρωτοέπιασε τη λύρα στα χέρια του – μικρό παιδί· θα ‘τανε δεν θα ‘τανε εφτά χρονών, ο Βασίλης Σκουλάς γοητεύτηκε, σαγηνεύτηκε. Δεν την άφησε ποτέ από τα χέρια του… Και πώς να γενεί αυτό άραγε, όταν ο πάππος του Μιχάλης και ο πατέρας του Αλκιβιάδης ή Γρυλιός ήταν ξακουστοί στον καλλιτεχνικό χώρο στη θρυλική περιοχή των Ανωγείων. Λυράρης ο προγενέστερος Σκουλάς, ζωγράφος ο μεταγενέστερος.
Από τα 16 του χρόνια, ο Βασίλης Σκουλάς μετρούσε το μπόι του δίπλα στους μεγάλους λυράρηδες της Κρήτης και στα 19, εν έτει 1965 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο.
Η γλυκιά μελαγχολία της Κρήτης, του αγαπημένου του τόπου, περνά δεκαετίας τώρα μέσα από τα ριζίτικα τραγούδια που τραγούδησε με τη μοναδική, επιβλητική φωνή του. Μέσα από τις μελωδικές νότες της λύρας του, με τις πολυάριθμες συνεργασίες του αντάμα με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες τούτης της χώρας.
Και εξακολουθεί να μας ταξιδεύει, όπως θα πράξει και το Σάββατο (11/11) στον Τύμβο του Μαραθώνα, αποκλειστικά για τους φίλους του Αυθεντικού Μαραθωνίου, εκεί σιμά στην προτομή του Γρηγόρη Λαμπράκη, στη μαύρη επέτειο των 60 χρόνων από την ύπουλη δολοφονία του μεγάλου αγωνιστή της δημοκρατίας, με την ερμηνεία του «Ο Διγενής ψυχομαχεί».
«Πώς θα γενεί να ενωθούμε, πώς θα γενεί να αγαπηθούμε;» αναρωτιέται ο Βασίλης Σκουλάς στο διάσημο τραγούδι των ημερών μας, σε μουσική του Νίκου Τερζή και στίχους του Γιάννη Κότσιρα.
Με τον αθλητισμό, τον αγώνα δρόμου, ζωής από το Μαραθώνα στην Αθήνα, που γκρεμίζει τα τείχη και απονέμει στεφάνια δόξας, αλλά και τη λύρα, που είναι η προέκταση της ψυχής του καλλιτέχνη μας, ναι, μπορούμε και να ενωθούμε και να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο.
Και όλοι μαζί να περάσουμε το μήνυμα της Ειρήνης, που συνοδεύει σαράντα χρόνια τώρα το δικό μας Μαραθώνιο και που τόσο ανάγκη έχει ο δοκιμαζόμενος από τις σειρήνες του πολέμου κόσμος μας.