Στο τρίτο μέρος του ταξιδιού μας στο παρελθόν των παγκοσμίων πρωταθλημάτων, ο κορυφαίος Έλληνας σπρίντερ των αρχών της δεκαετίας του ‘80, Κοσμάς Στράτος, θυμάται τόσο τη δική του παρουσία, όσο και την τελευταία παράσταση της εξαιρετικής ελληνικής ομάδας στα 4Χ100 μ. στο υψηλότερο επίπεδο.
Για περισσότερα από 90 χρόνια Ελλαδίτες και Κυπραίοι αγωνιζόντουσαν με τα γαλανόλευκα, ως μία ομάδα. Μαζί γιόρτασαν μεγάλες επιτυχίες, ρεκόρ, διακρίσεις. Δάκρυσαν, γέλασαν, συγκινήθηκαν στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου.
Το 1983, όμως, «η Τοπική Επιτροπή ΣΕΓΑΣ Κύπρου θέλοντας να αποτρέψει τη δημιουργία ανεξάρτητης ομοσπονδίας στίβου στα κατεχόμενα και σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία και το ΣΕΓΑΣ, κατέθεσε αίτηση στην IAAF για δημιουργία ανεξάρτητης Ομοσπονδίας με την επωνυμία ‘Κυπριακή Ομοσπονδία Ερασιτεχνικού Αθλητισμού Στίβου’», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα του ΚΟΕΑΣ.
Το αίτημα της Κύπρου έγινε αποδεκτό και, ξεκινώντας από το 1984 θα είχε τη δική της ξεχωριστή εθνική ομάδα. Ήδη, από το 1980 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες χωρίς, όμως, την ενίσχυση των αθλητών του στίβου, που αγωνίστηκαν στη Μόσχα υπό την ελληνική σημαία.
Στο Ελσίνκι, λοιπόν, οι φίλαθλοι θα απολάμβαναν τον τελευταίο ελληνοκυπριακό… χορό στην παγκόσμια σκηνή.
Στην ομάδα που έφτασε στο Ελσίνκι συμμετείχαν τέσσερις Κύπριοι πρωταθλητές.
Ο Σπύρος Σπύρου προσπάθησε για το καλύτερο στα 1.500 μ., που δεν ήταν το πιο δυνατό αγώνισμά του, αλλά σε αυτό είχε πιάσει το όριο στην τετραεθνή συνάντηση στο Βελιγράδι.
Ο Φίλιππος Φιλίππου, αν και από λάθος στις δηλώσεις συμμετοχής βρέθηκε να αγωνίζεται στα 5.000 μ. και όχι στα 3.000 μ. στιπλ, τα πήγε περίφημα και έφτασε στα ημιτελικά με νέο πανελλήνιο ρεκόρ. Ο Φιλίππου, με καταγωγή από το Ριζοκάρπασο της Αμμοχώστου, που είχε ως πρώτο προπονητή τον σφαιροβόλο Λουκά Λουκά, κατέχει ακόμα και σήμερα την πανελλήνια επίδοση στα στιπλ με το 8.24.01 που πέτυχε ένα μήνα αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου, στους Μεσογειακούς της Καζαμπλάνκα. Το πιο σκονισμένο ρεκόρ στα αρχεία του ΣΕΓΑΣ!
Χάνοντας τους Σπύρου και Φιλίππου, η Ελλάδα απώλεσε σημαντικό μέρος της ισχύος της στις μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις, ωστόσο είχε καλό υλικό για να τους αντικαταστήσει.
Το αγώνισμα που αποδυναμώθηκε πλήρως με το διαχωρισμό των ομοσπονδιών ήταν η μικρή σκυταλοδρομία. Κι αυτό γιατί δύο από τα τέσσερα μέλη που μετείχαν και διακρίθηκαν στο Ελσίνκι, πετυχαίνοντας νέο πανελλήνιο ρεκόρ και φτάνοντας στα ημιτελικά, ο Νίκος Χατζηνικολάου και ο Άγγελος Αγγελίδης, προέρχονταν από την Κύπρο.
Ο πιο γρήγορος Έλληνας σπρίντερ εκείνης της εποχής, Κοσμάς Στράτος, θυμάται:
«Ατομικά δεν κατάφερα να διακριθώ στα 100 μέτρα. Μια ουρολοίμωξη, που με είχε ταλαιπωρήσει πριν από τους αγώνες, με αποδυνάμωσε. Το 100άρι ήταν πολύ δυνατό με αθλητές όπως ο Καρλ Λιούις, που τότε συστηνόταν στο διεθνές στερέωμα και ο Πιέτρο Μενέα, κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ στα 200 μέτρα.
Η χρονιά είχε ξεκινήσει πολύ καλά για μένα, με νέο ατομικό ρεκόρ (10.38), αλλά στην πορεία οι πολλές αγωνιστικές υποχρεώσεις και κάποια προβλήματα υγείας με εξάντλησαν».
Του θυμίζουμε – όχι πώς το είχε ξεχάσει – πως με την ομάδα 4Χ100 μ. τα είχαν πάει περίφημα. Μάλιστα, μετά τον προκριματικό, ο ίδιος είχε δηλώσει στους Έλληνες εκπροσώπους του Τύπου πως, απαλλαγμένοι από το άγχος, στον ημιτελικό θα κατέρριπταν το πανελλήνιο ρεκόρ – όπερ και εγένετο. Στην εκκίνηση βρέθηκε ο Αγγελίδης, στην απέναντι ευθεία Γκάτζιος, στη στροφή ο Χατζηνικολάου και στο τελικό σπριντ ο Στράτος:
«Ναι, τα πήγαμε πολύ καλά. Πήραμε τη δωδέκατη θέση με νέο πανελλήνιο ρεκόρ, 39.71. Θα μπορούσαμε να τρέξουμε λίγο πιο γρήγορα, στο 39.50, όμως και μόνο που φτάσαμε ως εκεί αποτελούσε μεγάλη επιτυχία.
Σε παγκόσμιο πρωτάθλημα η ίδια τετράδα δεν θα τρέχαμε ξανά μαζί, καθώς η Κύπρος είχε αποκτήσει δική της ομοσπονδία και ο Αγγελίδης με τον Χατζηνικολάου θα μας αποχαιρετούσαν (σ.σ.: οι τέσσερις τους αγωνίστηκαν και στην Καζαμπλάνκα όπου κατέκτησαν το χάλκινο μετάλλιο).
Είχαμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα ως ομάδα: τον ίδιο προπονητή, τον κύριο Βεντίκο. Είμασταν τυχεροί, γιατί γυμναζόμασταν όλοι μαζί στο παλιό στάδιο Καραϊσκάκη. Δεν ξέρω αν υπήρχε άλλη ομάδα που είχε τη δυνατότητα να δέσει τόσο πολύ, να είναι τόσο καλά προπονημένη στις αλλαγές, όσο εμείς».
Ζητήσαμε από τον τότε αθλητή του ΓΣ Λάρισας να μας μεταφέρει το κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις της εθνικής μας ομάδας, σε αυτήν την πρώτη παγκόσμια αποστολή:
«Είμασταν νέα παιδιά, περνάγαμε όμορφα και είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Θα έλεγα είμασταν ομάδα με όλη τη σημασία της λέξης. Αυτό το δέσιμο αργότερα χάθηκε στις εθνικές αποστολές, αλλά τώρα τελευταία βλέπω με χαρά ότι επανέρχεται. Είναι όμορφο να βλέπεις τους συναθλητές σου στην εξέδρα να σου δίνουν δύναμη».
Αδράξαμε την ευκαιρία να ρωτήσουμε τον Κοσμά Στράτο πώς ήταν οι εγκαταστάσεις που διέμεναν στο Ελσίνκι και ποιος ήταν το… πειραχτήρι της ομάδας και μας απάντησε:
«Μέναμε λίγο πιο έξω από το Ελσίνκι (σ.σ.: στο Οτανιέμι, κοντά στο Έσπο). Οι Φινλανδοί είχαν ετοιμάσει ένα συγκρότημα που θύμιζε αθλητικό χωριό ή φοιτητική εστία, με κοινούς χώρους αναψυχής και εστιατόριο. Όλη η διοργάνωση ήταν προσεγμένη, σε μια χώρα με αθλητική παράδοση και πολύ κόσμο στους τελικούς. Όσο για το «πειραχτήρι», πιο κοντά σε αυτό που εννοείς, ήταν ο Σωτήρης Μουτσανάς.
Αν θέλεις, πάντως, να αντιπαραβάλλεις το περιβάλλον με τα σημερινά δεδομένα, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης».
Ποιες ήταν άραγε οι πιο χαρακτηριστικές εικόνες που πήρε μαζί του φεύγοντας από το Ελσίνκι του 1983 ο Κοσμάς Στράτος;
«Σίγουρα το μετάλλιο της Άννας Βερούλη στο ακόντιο και η αντίδραση των Φινλανδών στη μεγάλη βολή της Λίλακ, που της χάρισε τη νίκη.
Δεν θα ξεχάσω και το τρομερό παγκόσμιο ρεκόρ της Γιαρμίλα Κρατοχβίλοβα στα 400 μ. με παγκόσμιο ρεκόρ, 47.99. Την προηγούμενη είχε κερδίσει και στα 800 μέτρα (σ.σ.: 33 λεπτά μετά τον ημιτελικό των 400 μ.)!
Στο Ελσίνκι μάθαμε τον Σεργκέι Μπούμπκα και την Χάικε Ντρέξλερ. Φαινόντουσαν ότι ήταν αθλητές πολύ υψηλού επιπέδου και το απέδειξαν παραμένοντας πολλά χρόνια στο χώρο».
«Είχατε συνειδητοποιήσει τότε, όλοι εσείς που συμμετείχατε στο Ελσίνκι, ότι γράφατε ιστορία», ήταν η τελευταία ερώτησή μας.
«Δεν θα το έλεγα. Όταν είσαι αθλητής, η πίεση των αγώνων δεν σε αφήνει να χαρείς τη στιγμή, όπως θα όφειλες να κάνεις. Περνώντας τα χρόνια, αναπολείς τις παλιές εποχές και αντιλαμβάνεσαι πόσο ωραία ήταν. Γι’ αυτό στα νέα παιδιά λέω πάντα να χαίρονται τη στιγμή!».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Μέρος 1o – Το παρασκήνιο της σύνθεσης της πρώτης ελληνικής αποστολής
Μέρος 2ο – Γιώργος Βαμβακάς: Ο πρώτος Έλληνας που αγωνίστηκε στο Ελσίνκι και το… κυανέρυθρο χρυσό!
Βρείτε χρήσιμες πληροφορίες για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Βουδαπέστης